- στρίγγλος
- ο1) фольк, ведун; 2) перен. сварливый, ворчливый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρίγγλος — και στρίγκλος και στρίγγλης, ο, Ν 1. άνθρωπος δύστροπος και μοχθηρός 2. άνθρωπος που στριγγλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από το θηλ. στρίγ(γ)λα*] … Dictionary of Greek